Μπροστά στην 28η Απρίλη, παγκόσμια ημέρα για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες καλώντας σε μαχητική, αγωνιστική διεκδίκηση για την προστασία της ζωής και της υγείας μας, την πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου.
Οι θάνατοι εργαζομένων από εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες όπως ο καρκίνος, οι τραυματισμοί εργαζομένων και τα προβλήματα υγείας λόγω της εργασίας, η μετατροπή των χώρων δουλειάς σε χώρους υπερμετάδοσης του κορονοϊού, έχουν συγκεκριμένη αιτία. Πίσω από τις μεγάλες ελλείψεις μέτρων προστασίας στους χώρους δουλειάς βρίσκεται η διασφάλιση του μέγιστου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο και της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Γι’ αυτό εργοδοσία και κυβερνήσεις συναποφασίζουν τη στρατηγική της ΕΕ για διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης, που οδηγεί στο να μένουν αναξιοποίητες επιστημονικές και τεχνικές δυνατότητες πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου.
Αποκαλυπτικά παραδείγματα ζουν καθημερινά οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς: ακατάλληλος εξοπλισμός και μηχανήματα, ελλιπής συντήρηση, ακόμα και απουσία στοιχειωδών μέτρων προστασίας της υγείας, παραβίαση κανονισμών πρόληψης που με αγώνες έχουν κατακτηθεί από τους εργαζόμενους και είναι «κατοχυρωμένοι νομοθετικά». Για τη διασφάλιση φθηνής εργασίας αξιοποιούν ευρωενωσιακές κατευθύνσεις και το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο που εφαρμόζουν διαδοχικά οι κυβερνήσεις, επεκτείνοντας τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, τα ωράρια λάστιχο, τις μειώσεις προσωπικού και την εντατικοποίηση της εργασίας. Επεκτείνονται οι ελαστικές σχέσεις εργασίας. Αυξάνονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και κλιμακώνεται η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ. Όλα αυτά επιδεινώνουν τους όρους πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου και τα πληρώνουν οι εργαζόμενοι με βαρύ φόρο αίματος.
Την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των ομίλων την πληρώνουν οι εργαζόμενοι με επαγγελματικές ασθένειες, εργατικά ατυχήματα, θανάτους και αναπηρίες που θα μπορούσαν να προληφθούν, δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό τους ως εργοδοτικά εγκλήματα.
Την ίδια ώρα χιλιάδες επαγγελματικές ασθένειες χαρακτηρίζονται “κοινή νόσος”, εργατικά ατυχήματα δεν καταγράφονται, θάνατοι και αναπηρίες εργατών που οφείλονται στην απουσία μέτρων πρόληψης και προστασίας της υγείας αποκρύπτονται ή καταγράφονται ως “παθολογικής φύσης”, αναδεικνύοντας τις ευθύνες κυβερνήσεων και εργοδοσίας και την ωμή παραβίαση ακόμα και των στοιχειωδέστερων υποχρεώσεων για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργατών στην εργασία.
Ο φόρος αίματος που πληρώνει διαχρονικά η εργατική τάξη, έχει αιτία την ανάπτυξή τους.
Η προστασία και η πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, υποτάσσεται στους νόμους του κέρδους, του ανταγωνισμού και της ζούγκλας της αγοράς, αφήνοντας αναξιοποίητες δυνατότητες προστασίας της υγείας και της ζωής των εργαζόμενων.
Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, συνεχίζει την ίδια αντιλαϊκή πολιτική με τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ με βάση τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ. Το πλαίσιο ελέγχου της αποκλειστικής εργοδοτικής ευθύνης για την τήρηση των μέτρων Υγείας & Ασφάλειας είναι διαμορφωμένο με στόχο να θωρακίσει την καπιταλιστική κερδοφορία (ελάχιστοι επιθεωρητές υγείας και ασφάλεια σε σχέση με το σύνολο των χώρων εργασίας, προσανατολισμός ελέγχων στη «συμφιλίωση» μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου και συχνά μετατόπιση της εργοδοτικής ευθύνης, μετατροπή της Επιθεώρησης Εργασίας σε “Ανεξάρτητη Αρχή”). Η επίκληση της ατομικής ευθύνης στην περίπτωση των εργατικών ατυχημάτων, όπως γίνεται εδώ και δυο χρόνια με την πανδημία, προσπαθεί να κρύψει την εγκληματική πολιτική που δεν δίνει δεκάρα για την ανθρώπινη ζωή.
Μέσα στην πανδημία είδαμε ακόμα πιο οξυμένα, ακόμα πιο ανάγλυφα, τις συνέπειες υποταγής της πρόληψης στις ανάγκες του κεφαλαίου. Χώροι εργασίας έγιναν εστίες υπερμετάδοσης, τα δήθεν «επιστημονικά πρωτόκολλα» υπαγορεύονταν από τις επιδιώξεις του κεφαλαίου με αποκαλυπτικό το παράδειγμα της βιομηχανίας τουρισμού. Πάγιες επιδιώξεις όπως τα ελαστικά ωράρια, η εκ περιτροπής προσέλευση, η τηλεργασία, επιταχύνθηκαν. Την ίδια ώρα «κακές πρακτικές» όπως το λεγόμενα «ανοιχτά γραφεία» (openoffice), που πέραν της σύνδεσης με εργασιακό στρες και τους όρους εργασίας, επιδεινώνουν και τους όρους προστασίας από την πανδημία, παρέμειναν στο απυρόβλητο, ακριβώς επειδή συνδέονται με τις επιδιώξεις της εργοδοσίας για εντατικοποίηση της εργασίας.
Ακραίο παράδειγμα απουσίας μέτρων πρόληψης και προστασίας από τους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου και ειδικότερα από τον COVID-19, αποτελούν τα ίδια τα νοσοκομεία, με εκατοντάδες υγειονομικούς, γιατρούς και νοσηλευτές να νοσούν και με τους όρους προστασίας και πρόληψης να γίνονται λάστιχο και την εντατικοποίηση της δουλειάς τους να διογκώνεται από τις διαχρονικές ελλείψεις, υποστελέχωση, κλείσιμο δομών, απουσία Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Την ίδια ώρα καμία επαγγελματική ασθένεια COVID-19 δεν έχει αναγνωριστεί, παρά την τυπική ένταξη του SARSCOV 2 στους βιολογικούς παράγοντες επαγγελματικού κινδύνου με πρόσφατο προεδρικό διάταγμα. Παραμένει στο χρονοντούλαπο η γνωμοδότηση της επιτροπής για τα ΒΑΕ που προτείνει τη διεύρυνση του θεσμού των ΒΑΕ και στα δημόσια νοσοκομεία.
Η πολιτική όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα διατηρεί ένα πλαίσιο που οδηγεί στην ελλιπή καταγραφή εργατικών ατυχημάτων και την απουσία στην πράξη καταγραφής των επαγγελματικών ασθενειών, στην υποβάθμιση του προσανατολισμού της αναγκαίας επιστημονικής έρευνας στους σχετικούς τομείς, στη διατήρηση σκόπιμων ελλείψεων στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, στην παραπέρα εμπορευματοποίηση του ανεπαρκούς και υποβαθμισμένου δημόσιου τομέα της Υγείας – Πρόνοιας, στην απουσία δημόσιων υποδομών εκτίμησης και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου. Μέσα από την κατάργηση του ανθυγιεινού επιδόματος σε συγκεκριμένους κλάδους στο δημόσιο, ανοίγει ο δρόμος και για την περεταίρω επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ συνολικά.
Η λύση βρίσκεται στο δυνάμωμα της πάλης των σωματείων ώστε κανείς εργαζόμενος να μη σκύβει το κεφάλι, να μην ενδίδει στους εκβιασμούς της εργοδοσίας. Η ζωή και η υγεία δεν μπορεί να μπαίνει σε κανένα ζύγι με κέρδη και ζημιές.
Το πλαίσιο πάλης που έχει επίκεντρο τις ανάγκες των εργατικών, λαϊκών οικογενειών, για μέτρα προστασίας της ζωής μας στους χώρους δουλειάς, είναι μονόδρομος που μόνο με συλλογικό, οργανωμένο και ταξικό αγώνα θα επιβάλλουμε.